- πυρρολικός
- και πυρολικός, -ή, -ό, Νχημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πυρρόλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrrolic < pyrrole (βλ. λ. πυρρόλιο) + κατάλ. -ic (πρβλ. κατάλ. -ικός*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρολικός — ή, ό, Ν βλ. πυρρολικός … Dictionary of Greek
τετραπυρ(ρ)ολικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για οργανικές ενώσεις) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τέσσερεις πυρρολικούς δακτυλίους 2. φρ. «τετραπυρρολικά παράγωγα» (βιοχ.) τα διάφορα προϊόντα συμπύκνωσης τεσσάρων πυρρολικών δακτυλίων, όπως είναι οι πορφυρίνες, οι… … Dictionary of Greek
ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek